Νοητικές και πραγματικές διαδρομές στον χώρο της πίστης

Ο πίνακας της προμετωπίδας είναι του Χρήστου Μποκόρου

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Το Σύμβολο της Πίστεως


Κατά το έτος 325, η Εκκλησία, η οποία μόλις έβγαινε από τις κατακόμβες και τους διωγμούς, έζησε το «πολυσήμαντο γεγονός»[1] της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, που πραγματοποιήθηκε στην Νίκαια της Βιθυνίας με τη συμμετοχή 318 επισκόπων. Ανάμεσα στα έργα της Συνόδου ήταν και η σύνταξη των επτά πρώτων άρθρων του Συμβόλου της Πίστεως.
Η διαίρεση των επισκόπων της Ανατολής σε οπαδούς και αντιπάλους του αιρεσιάρχη Αρείου, εφόσον αποτέλεσε παράγοντα «που απειλούσε την αλήθεια και άρα τη σωτηρία, έγινε η κύρια αιτία συγκλήσεως των επισκόπων όλης της Εκκλησίας σε σύνοδο.»[2].
Η συντριπτική πλειοψηφία των επισκόπων που απέρριπταν τις αιρετικές διδασκαλίες, «έμειναν για να ορίσουν θετικά την σχέση του Υιού προς τον Πατέρα, να δείξουν τον θεμέλιο λίθο του τριαδολογικού δόγματος, το οποίο με τις προσθήκες της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου (381) θα αποτελέσει την απολύτως αναγκαία χάρτα πίστεως της Εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσα οι επόμενες Οικουμενικές Σύνοδοι (Γ΄-Ζ΄)για το πρόσωπο του Χριστού θα αποφασίσουν, δεν θα προστεθούν στο Σύμβολο, αλλά θα ονομαστούν δογματικοί όροι, επίσης όμως απαραίτητοι και υποχρεωτικοί.»[3].
Οι επίσκοποι που συμμετείχαν στις δύο πρώτες Οικουμενικές Συνόδους, διετύπωσαν οριστικά το Σύμβολο της Πίστεως ή Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, στα άρθρα του οποίου περιέχονται τα θεμελιώδη δόγματα, η πίστη στον Τριαδικό Θεό, η ενσάρκωση του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, το ομοούσιον, η θεότητα του Αγίου Πνεύματος, τα αφορώντα την Εκκλησία, το βάπτισμα και τα Έσχατα. Μάλιστα στον Ζ΄ Κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, τον οποίο έχουν επικυρώσει η Δ΄, η Πενθέκτη και η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, απαγορεύεται κάθε αλλοίωση των αρχαίων Κανόνων και του Συμβόλου φυσικά, με προσθαφαίρεση η παραχάραξή τους.
Αυτό επισημαίνει και ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, Πρόεδρος της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, σε επιστολή του προς τον Αντιοχείας Ιωάννη, όταν του γράφει, μεταξύ των άλλων, ότι δεν επιτρέπεται «ή λέξιν αμείψαι των εγκειμένων εκείσε (στο Σύμβολο της Πίστεως) ή μίαν γουν παραβήναι συλλαβήν». Και σε άλλη επιστολή του προς τον Βερροίας Ακάκιον επαναλαμβάνει: «ώστε και πάντας ομολογείν τε και πιστεύειν ούτω και διδάσκειν, μήτε προστεθέντος τινός, μήτε μην υφημένου» [4].
             Η προϋπόθεση που θέτει ο άγιος Κύριλλος, το «πάντας ομολογείν», είναι η ενότητα της πίστεως, την οποία εκφράζει η ευχαριστιακή κοινότητα, η Εκκλησία, δια των επισκόπων της, «εν ενί στόματι και μία καρδία», όπως λέγεται στη Θεία Ευχαριστία, δηλαδή ως ομοφωνία και όχι ως διαφωνία και η οποία, εκ μέρους των λαϊκών, εκφέρεται με το «Αμήν» και την δημόσια ομολογία πίστεως, δια του καθιερωμένου Συμβόλου, σε κάθε Θεία Λειτουργία.
            Δεν πρέπει όμως να αντιμετωπίζεται το Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως ως έργο των επισκόπων και μόνον. «Είναι συλλογικό έργο της Εκκλησίας, η οποία με τους επισκόπους της το κατακυρώνει στα εκάστοτε στάδια της αυξήσεώς του.»[5] Η Εκκλησία, λαός και κλήρος, ως έχουσα κεφαλή τον Ιησού Χριστό είναι ο φορέας της παραδόσεως, ο μοναδικός φορέας της αλήθειας, είναι ο ερμηνευτής των Γραφών, έχει το βίωμα και την εμπειρία να διατυπώνει δια των Επισκόπων της το δόγμα.   
            Ο τύπος Συμβόλου με το οποίο ομολογεί μέχρι η Ορθόδοξη Εκκλησία την πίστη της, έχει πιθανότατα, όπως φαίνεται από την συνοπτική σύγκριση, τις ρίζες του στα αρχαία κατά τόπους Βαπτιστήρια Σύμβολα και ιδιαίτερα σε αυτά των Ιεροσολύμων, της Καισαρείας και της Αντιοχείας. Η «μεγάλη προσθήκη της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου περί του Αγίου Πνεύματος εν τω ογδόω άρθρω του Συμβόλου εστηρίχθη επί της αγίας Γραφής, συντεθείσα εκ λέξεων και εννοιών αυτής.»[6].     
            Παραθέτουμε εν συνεχεία τα τρία αρχαία Βαπτιστήρια Σύμβολα, έτσι όπως τα αναφέρει ο Ιωάννης Καρμίρης[7], καθώς και το Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Οι ομοιότητες είναι φανερές και οδηγούν αβίαστα στην υπόθεση ότι δεν αποκλείεται τα κείμενα αυτά να προτάθηκαν στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο ως βάση για την διατύπωση του Συμβόλου από τους εκεί επισκόπους, Μακάριο Ιεροσολύμων, Ευσέβιο Καισαρείας και Ευστάθιο Αντιοχείας. Ακόμη συμπεραίνουμε «ότι η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος δεν συνέταξε εξ υπαρχής νέον ίδιον σύμβολον, διάφορον του της Νικαίας, αλλ’ απλώς αναγνωρίσασα, αποκατέστησε και επεκύρωσε και εσφράγησε το Σύμβολον της Νικαίας, αφού ανεμόρφωσεν αυτό και ιδία διηύρυνε το τρίτον μέρος αυτού περί Αγίου Πνεύματος»[8]
   
Σύμβολο Ιεροσολύμων

«Πιστεύομεν εις ένα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων.
            [Και] εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα Θεόν αληθινόν προ πάντων των αιώνων, δι ου τα πάντα εγένετο∙ [τον σαρκωθέντα και] ενανθρωπήσαντα, [τον] σταυρωθέντα [και ταφέντα και] αναστάντα [εκ νεκρών] τη τρίτη ημέρα και ανελθόντα εις τους ουρανούς, και καθίσαντα εκ δεξιών του Πατρός, και ερχόμενον εν δόξη κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος.
            [Και] εις έν Άγιον Πνεύμα, τον παράκλητον, το λαλήσαν εν τοις προφήταις, και εις έν βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών, και εις μίαν αγίαν καθολικήν Εκκλησίαν, και εις σαρκός ανάστασιν, και εις ζωήν αιώνιον»

Σύμβολο Καισαρείας

«Πιστεύομεν εις ένα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, τον απάντων ορατών τε και αοράτων ποιητήν.
            Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον του Θεού Λόγον, Θεόν έκ Θεού, φως εκ φωτός, ζωήν εκ ζωής, Υιόν μονογενή, πρωτότοκον πάσης κτίσεως, προ πάντων των αιώνων εκ του Πατρός γεγεννημένον, δι ου και εγένετο τα πάντα∙ τον δια την ημετέραν σωτηρίαν σαρκωθέντα και ενανθρώποις πολιτευσάμενον, και παθόντα και αναστάντα τη τρίτη ημέρα, και ανελθόντα προς τον Πατέρα, και ήξοντα πάλιν εν δόξη κρίναι ζώντας και νεκρούς.
            Πιστεύομεν εις έν Πνεύμα άγιον.
Τούτων έκαστον είναι και υπάρχειν πιστεύοντες, πατέρα αληθώς πατέρα, και υιόν αληθώς υιόν, και πνεύμα άγιον αληθώς πνεύμα άγιον, καθώς και ο Κύριος ημών αποστέλων εις το κήρυγμα τους εαυτού μαθητάς είπε∙ «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».   

Σύμβολο Αντιοχείας

«Πιστεύομεν εις ένα και μόνον αληθινόν Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, πάντων ορατών τε και αοράτων ποιητήν.
Και εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν αυτού τον μονογενή και πρωτότοκον πάσης κτίσεως[9], τον εξ αυτού [του Πατρός] γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων, ου ποιηθέντα, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, ομοούσιον τω Πατρί δι ου και οι αιώνες κατηρτίσθησαν και τα πάντα εγένετο∙ τον δι ημάς κατελθόντα και γεννηθέντα εκ Μαρίας της αγίας παρθένου [της αγίας αειπαρθένου] και σταυρωθέντα επί Ποντίου Πιλάτου, [και] ταφέντα και αναστάντα τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, και ανελθόντα εις τους ουρανούς, και πάλιν ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς.
… και εις αμαρτιών άφεσιν, και [εις] νεκρών ανάστασιν, και εις ζωήν αιώνιον».

Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως

«Πιστεύομεν[10] εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶοράτων.
Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.
Τὸν δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶνανθρωπήσαντα.
Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα.
Καὶναστάντα τῇ τρίτῃμέρα κατὰ τὰς Γραφάς.
Καὶνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός.
Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.
Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν.
Εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶποστολικὴν Ἐκκλησίαν.
μολογοῦμεν ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
Προσδοκῶμεν ἀνάστασιν νεκρῶν.
Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.»






[1] Στυλιανού Παπαδόπουλου, Πατρολογία, τ. 2, σ. 90.
[2] ο.π
[3] ο.π, σ. 91.
[4] Ιωάννου Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. 1, σ. 147, Μτφ.τ.συντ. ‘ούτε λέξη να παραλειφθεί από αυτές που συμπεριλαμβάνονται εκεί-στο Σύμβολο της Πίστεως- ή έστω και να μην τηρηθεί μια συλλαβή’, ‘ώστε και όλοι να ομολογούν και να πιστεύουν σ’ αυτό και να διδάσκουν, μήτε προσθέτοντας κάτι, μήτε παραλείποντας’. 
[5] Παπαδόπουλος, σ. 91.
[6] Καρμίρης, σ. 76.
[7] ο.π σς. 64-67.
[8] ο.π σ. 77.
[9] Την έκφραση «πρωτότοκος πάσης κτίσεως» ερμηνεύει ο Μ. Αθανάσιος στον Β΄ λόγο Κατά Αρειανών, 62-64, Άπαντα Μεγάλου Αθανασίου, τ. 2, Έκδοσεις ‘ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ’.
«Εάν δε ονομάζεται και 'πρωτότοκος της κτίσεως' (Κολ.1:15), όμως δεν ονομάζεται πρωτότοκος ως εξισούμενος προς τα κτίσματα και ως πρώτος εξ αυτών χρονικώς (διότι πώς είναι δυνατόν τούτο όταν βέβαια είναι αυτός και Μονογενής;), αλλά εξαιτίας της συγκαταβάσεως του Λόγου προς τα κτίσματα, λόγω της οποίας έχει γίνει και αδελφός πολλών.», […], «Πρωτότοκος δε όλης της κτίσεως ωνομάσθη δια την φιλανθρωπίαν του Πατρός, ένεκα της οποίας όχι μόνο τα πάντα εδημιουργήθησαν δια του Λόγου αυτού, αλλά διότι και αυτή η κτίσις περί της οποίας ο απόστολος είπεν ότι αναμένει με λαχτάραν την αποκάλυψιν των υιών του Θεού (Ρωμ. 8:19), 'θα ελευθερωθή κάποτε από την δουλείαν εις την φθοράν, δια να εισέλθη εις την ένδοξον ελευθερίαν των παιδιών του Θεού' (Ρωμ. 8:21).».                
[10] ο.π σ. 77. σημ. 2 (Μεταγενεστέρως μετεβλήθη ο πληθυντικός: πιστεύομεν, ομολογούμεν, προσδοκώμεν, εις: πιστεύω, ομολογώ, προσδοκώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: